- ἄγριππος
- ἄγριπποςwild olivemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άγριππος — ἄγριππος, η (Α) άγρια ελιά … Dictionary of Greek
ἀγρίππου — ἄγριππος wild olive masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγριππον — ἄγριππος wild olive masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek